v. trans.
P. and V. κακῶς ποιεῖν, κακῶς δρᾶν, αἰκίζεσθαι, ὑβρίζειν, λυμαίνεσθαι (acc. or dat.), λωβᾶσθαι (Plat.), κακουργεῖν. κακοῦν, P. παρανομεῖν εἰς (acc.).