Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
v. πλύμα.
[Seite 639] τό, = πλύμα, wird bezw.
πλύσμα: ατος τό атт. = πλύμα.
πλύσμα: ἰδὲ ἐν λ. πλύμα.
-ατος, τὸ Αβλ. πλύμα.