διϊσχυρίζομαι
English (LSJ)
A lean upon, rely on, τῷ λόγῳ Antipho 5.33, cf. Aeschin.1.1. II affirm confidently, τι Pl.Phd.63c, etc.; δ. ταῦτα οὕτως ἔχειν ib.114d; δ. ὡς . . Id.Tht.154a; δ. περί τινος And.2.4, Lys.13.85; τι ὑπέρ τινος Pl.Men. 86b; περὶ σοῦ ὡς . . Id.Ep.317c: abs., ὁμοίως ἐφ' ἑκατέροις δ. Id.Tht. 158d, etc.