mathematician
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Use adj., V. λογιστικός. Methematicians: P. οἱ περὶ . . . λογισμοὺς πραγματευόμενοι (Plat., Rep. 510C).
subs.
Use adj., V. λογιστικός. Methematicians: P. οἱ περὶ . . . λογισμοὺς πραγματευόμενοι (Plat., Rep. 510C).