mason
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. λιθολόγος, ὁ, Ar. and P. λιθουργός, ὁ. Mason's shop: P. λιθουργεῖον, τό. Mason's tools: P. σιδήρια λιθουργά, τά (Thuc. 4, 4).
subs.
P. λιθολόγος, ὁ, Ar. and P. λιθουργός, ὁ. Mason's shop: P. λιθουργεῖον, τό. Mason's tools: P. σιδήρια λιθουργά, τά (Thuc. 4, 4).