v. σύρρευσις.
σύρρῠσις: εως ἡ Polyb., Diod. = σύρρευσις.
σύρρῠσις: ἡ, ἴδε σύρρευσις.
-ύσεως, ἡ, Αβλ. σύρρευσίς.