ταχυβάμων
English (LSJ)
[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, fast-walking, Arist.Phgn.813a7; also τᾰχῠ-βήμων, as gloss on αὐριβάτας, Hsch. (-βήλων cod.).
German (Pape)
[Seite 1076] ονος, schnell gehend, Arist. physiogn. 6.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχῠβάμων: ονος (ᾱ) adj. быстро шагающий, с быстрой походкой Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠβάμων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ταχέως βαίνων, περιπατῶν, Ἀριστ. Φυσιογ. 6. 44· παρ’ Ἡσυχ. ταχυβήμων ἐν λέξ. αὐριβάτας.
Greek Monolingual
και ταχυβήμων, -ονος, ό, ἡ, Α
ταχυβάδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. βραδυ-βάμων].