v. τεύχω.
3ᵉ pl. pf. épq. et ion. de τεύχω.
τετεύχαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к τεύχω.
τετεύχᾰται: τετεύχετον, ἴδε τεύχω.
τετεύχᾰται: -το, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του τεύχω.