τετρίγει

Revision as of 16:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, v. τρίζω.

Russian (Dvoretsky)

τετρίγει: эп. 3 л. sing. ppf. к τρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

τετρίγει: τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, ἴδε τρίζω,

English (Autenrieth)

see τρίζω.

Greek Monotonic

τετρίγει: [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του τρίζω· τετρῑγῶς, -υῖα, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί τετριγότας, αιτ. πληθ.