φαρμακεύτρια

Revision as of 16:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, fem. of φαρμακευτής, Eust. 1415.64; pl., title of the second Idyll of Theoc.

German (Pape)

[Seite 1256] ἡ, fem. zu φαρμακευτής, Sp.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκεύτρια:волшебница, колдунья (заглавие 2-ой идиллии Феокрита).

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ φαρμακευτής, Κ. Μανασσ. Χρον. 3250, Εὐστάθ. 1415. 64· ἐπιγραφὴ τοῦ βϳ εἰδυλλίου τοῦ Θεοκρίτου.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. φαρμακευτής.