φθέωμεν

Revision as of 16:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

φθέωσι, φθήῃ, φθῇσιν, v. φθάνω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. ao.2 de φθάνω.

Russian (Dvoretsky)

φθέωμεν: эп. 1 л. pl. aor. 2 conjct. к φθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

φθέωμεν: φθέωσιν, φθήῃ, φθῇσιν, ἴδε ἐν λέξ. φθάνω.

English (Autenrieth)

see φθάνω.

Greek Monotonic

φθέωμεν: φθέωσιν, Επικ. αντί φθῶμεν, φθῶσιν, αʹ και γʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του φθάνω.