Dor. 3sg. pres. of φημί.
φᾱτί: дор. Arph., Theocr. (= φησί) 3 л. sing. praes. к φημί.
φᾰτί: Δωρ. γ΄ ἑνικ. ἐνεστ. τοῦ φημί.
φᾱτί: Δωρ. αντί φησί, γʹ ενικ. του φημί.