υἱάσι, v. υἱός.
acc. sg. de υἱός.
υἷα: эп. acc. к υἱός.
υἷα: Ἐπικ. αἰτ. τοῦ υἱός, Ἰλ. Ο. 419, Ὀδ. Υ. 35, κλπ.
υἷα: υἷας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του υἱός.