χιλίανδρος

Revision as of 16:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, containing a thousand men, πόλις Pl.Plt.292e.

German (Pape)

[Seite 1355] tausend Mann stark, von tausend Mann, πόλις Plat. Polit. 292 e.

Russian (Dvoretsky)

χῑλίανδρος: состоящий из тысячи мужей (πόλις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

χῑλίανδρος: -ον, ὁ περιέχων χιλίους ἄνδρας, ἐν χιλιάνδρῳ πόλει Πλάτ. Πολιτικ. 292Ε.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για πλήθος ή για πόλη) αυτός που αποτελείται από χίλιους άνδρες ή κατοίκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μυρί-ανδρος, τρί-ανδρος].