v. ἀναφέρω.
ind. fut. de ἀναφέρω.
ἀνοίσω: fut. к ἀναφέρω.
ἀνοίσω: ἴδε ἐν λ. ἀναφέρω.
ἀνοίσω: μέλ. του ἀναφέρω.