v. ἀποφέρω.
[Seite 305] fut. zu ἀποφέρω, so auch ἀποιστέον
fut. de ἀποφέρω.
ἀποίσω: fut. к ἀποφέρω.
ἀποίσω: μέλλων τοῦ ἀποφέρω.
see ἀποφέρω.
ἀποίσω: μέλ. του ἀποφέρω.