ἀπόρρημα

Revision as of 18:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀπερὦ) prohibition, Pl.Plt.296a.

Spanish (DGE)

-ματος, τό prohibición Pl.Plt.296a, cf. Hsch.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρρημα: ατος τό запрет, запрещение Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρημα: -ατος, τό, (ἀπερῶ) ἀπαγόρευσις, Πλάτ. Πολιτ. 296A.

Greek Monolingual

ἀπόρρημα, το (Α) ρήμα
απαγόρευση.