ἐκσχίζω
English (LSJ)
cleave asunder:—Pass., to be divided, Arist.Mu.400b4, Mir.846a14.
German (Pape)
[Seite 779] herausspalten, ποταμὸς ἐξεσχίσθη, theilte sich, Arist. mund. 6.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσχίζω: раскалывать, pass. раздваиваться, разделяться (ὁ ῥεῦμα ἐξεσχίσθη Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσχίζω: σχίζω εἰς δύο, χωρίζω, παθ. ἐπὶ ποταμοῦ, σχίζομαι, χωρίζομαι εἰς δύο, ὁ τοῦ πυρὸς ποταμὸς ἐξεσχίσθη, παρέτρεψέ τε τοῦ φλογμοῦ τὸ μὲν ἔνθα τὸ δ’ ἔνθα Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 33.
Greek Monolingual
ἐκσχίζω (Α)
σχίζω στα δύο, χωρίζω («ὁ τοῦ πυρὸς ποταμὸς ἐξεσχίσθη», Αριστ.).