ἐπίπταισμα

Revision as of 19:34, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ατος, τό, snap of the fingers, Ar.Fr.773 (pl.).

German (Pape)

[Seite 973] τό, = ἐπίπαισμα, Arist. bei Poll. 2, 199.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπταισμα: ατος τό удар, ушиб Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπταισμα: τό, ἐπίπαισμα, κροῦσμα τῶν δακτύλων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 609· πρβλ. ἐπίπαισμα.

Greek Monolingual

ἐπίπταισμα ή ἐπίπαιμα, τὸ (Α) πταίσμα
κρούση, χτύπημα με τα δάχτυλα.