ἑβδομηκοντούτης

Revision as of 20:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ου, ὁ, seventy years old, Luc.Alex.34: fem. -οῦτις Id.Rh.Pr.24, D.C.46.18.

Spanish (DGE)

-ου
• Grafía: graf. -ώτης Ps.Caes.218.237
1 de pers. septuagenario ὁ δὲ ἑ. ἀπέθανεν Luc.Alex.34, cf. Gal.6.329, 11.291, Philostr.VS 2.570, App.Syr.339, Orib.7.4.8, Procl.in Prm.1231.42.
2 de abstr. que dura setenta años χρόνος Thdt.M.81.636C, δουλεία Ps.Caes.l.c.

German (Pape)

[Seite 700] ὁ, siebzigjährig, Luc. Alex. 34 u. A.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. masc.
septuagénaire.
Étymologie: ἑβδομήκοντα, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ἑβδομηκοντούτης: семидесятилетний Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἑβδομηκοντούτης: -ου, ὁ, = ἑβδομηκονταετής: θηλ. -οῦτις, -ιδος Λουκ. Ἀλεξ. 34.

Greek Monolingual

ο και θηλ. -ούτις, η (AM ἑβδομηκοντούτης, ο και θηλ. ἑβδομηκοντοῦτις, η)
αυτός που έχει ηλικία εβδομήντα χρόνων, εβδομηντάρης.

Greek Monotonic

ἑβδομηκοντούτης: -ου, ὁ (ἔτος), εβδομηντάχρονος· θηλ. -οῦτις, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἑβδομηκοντ-ούτης, ου, ἔτος
seventy years old: fem. -οῦτις, Luc.