overcast
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Cloudy (of the sky): P. συννέφελος, Ar. περινέφελος. Met., of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. συνωφρυωμένος, στυγνός.
adj.
Cloudy (of the sky): P. συννέφελος, Ar. περινέφελος. Met., of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. συνωφρυωμένος, στυγνός.