intr. pf. of σκέλλω.
ἔσκληκα: pf. к σκέλλω.
ἔσκληκα: ἀμετάβ. πρκμ. τοῦ σκέλλω
ἔσκληκα: αμτβ. παρακ. του σκέλλω.