δικτάτωρ
English (LSJ)
[ᾱ], ορος or ωρος, ὁ, Lat.
A dictator, Plb.3.87.7, etc.: hence δικτᾱτωρ-εία, ἡ, the dictatorship, D.H.6.22 (δι-ία, Plu.Fab.3):
[ᾱ], ορος or ωρος, ὁ, Lat.
A dictator, Plb.3.87.7, etc.: hence δικτᾱτωρ-εία, ἡ, the dictatorship, D.H.6.22 (δι-ία, Plu.Fab.3):