pf. of ἱκνέομαι.
v. ἱκνέομαι.
ἷγμαι: pf. к ἱκνέομαι.
ἷγμαι: ἱγμένος, πρκμ. τοῦ ἱκνέομαι.
ἷγμαι: παρακ. του ἱκνέομαι· μτχ. ἱγμένος.