ἱπποκενταύρειος

Revision as of 21:27, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

α, ον, of a centaur, S.E.M.9.125.

German (Pape)

[Seite 1260] die folgdn betreffend, πράγματα Sext. Emp. adv. phys. 1, 125.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποκενταύρειος: гиппокентаврский (πράγματα Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκενταύρειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κένταυρον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 125.

Greek Monolingual

ἱπποκενταύρειος, -α, -ον (Α) ιπποκένταυρος
αυτός που ανήκει στον ιπποκένταυρο.