ὀλιγοπονία

Revision as of 21:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, sparingness in labour, idleness, Plb. 16.28.3.

German (Pape)

[Seite 321] ἡ, das Wenigarbeiten, Pol. 16, 28, 3.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοπονία:вялая работа, леность Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοπονία: ἡ, τὸ πονεῖν ὀλίγον, ὀκνηρία, Πολύβ. 16. 28, 3.

Greek Monolingual

ὀλιγοπονία, ἡ (Α) ολιγόπονος
νωθρότητα, οκνηρία («δικαίως ἄν τις τὴν μὲν Ἀττάλου... ὀλιγοπονίαν καταμέμψαιτο», Πολ.).