Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὄσχεον, ὄσχεος, v. ὄσχη.
[Seite 401] ἡ, s. ὄσχη 2).
ὀσχέα: ἡ и ὄσχεος ὁ анат. мошонка Arst.
ὀσχέα: ὄσχεον, ἴδε ἐν λέξ. ὄσχη.
ὀσχέα, ἡ (Α)βλ. όσχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχη (ΙΙ) + κατάλ. -έα].