v. ὀφλισκάνω.
[Seite 426] aor. zu ὀφλισκάνω, das praes. ὀφλέω ist zw.
inf. ao.2 de ὀφλισκάνω.
ὀφλεῖν: inf. aor. 2 к ὀφλισκάνω.
ὀφλεῖν: «ὀφείλειν ἐκ καταδίκης» Ἡσύχ., ἴδε ἐν λέξει ὀφλισκάνω.
ὀφλεῖν: απαρ. αορ. βʹ του ὀφλισκάνω.