ὀρώρυκτο, v. ὀρύσσω.
ὀρώρῠχα: pf. к ὀρύσσω.
ὀρώρῠχα: ὀρώρυκτο, ἴδε ἐν λ. ὀρύσσω,
ὀρώρῠχα: παρακ. του ὀρύσσω.