English (LSJ)German (Pape)French (Bailly abrégé)
nom. masc. sg. épq. de ὅστις.
Russian (Dvoretsky)Greek (Liddell-Scott)
ὅτις: ὅτινα, ὅτινας, Ἐπικ. πτώσεις τοῦ ὅστις.
Greek MonolingualGreek Monotonic
ὅτις: ὅτινα, ὅτινας, Επικ. αντί ὅσ-τις, ὅν-τινα, οὕσ-τινας.