ὑπέρπτατο

Revision as of 21:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

v. ὑπερπέτομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. épq. ao.2 de ὑπερίπταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρπτατο: эп. 3 л. sing. aor. к ὑπερίπταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπτᾰτο: ἴδε ἐν λέξ. ὑπερπέτομαι.

Greek Monotonic

ὑπέρπτᾰτο: ποιητ. γʹ ενικ. αόρ. βʹ του ὑπερ-πέταμαι.