ὑπερορία

Revision as of 22:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, v. ὑπερόριος 1.2.

German (Pape)

[Seite 1200] ἡ, s. ὑπερόριος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. ὑπερόριος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερορία: ἡ (sc. γῆ) зарубежные края (Xen. etc.; εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερορία: ἡ, ἴδε ὑπερόριος.

Greek Monolingual

η / ὑπερορία, ΝΜΑ
βλ. υπερόριος.

Greek Monotonic

ὑπερορία: ἡ, βλ. ὑπερόριος.

Middle Liddell

ὑπερορία, ἡ, [v. ὑπερόριος.]