ὑποχλιαίνω

Revision as of 22:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

warm a little or by degrees, Hp.Epid.2.2.7 (Pass.), Plu.2.658d.

French (Bailly abrégé)

échauffer peu à peu ou légèrement.
Étymologie: ὑπό, χλιαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχλιαίνω: подогревать (τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχλιαίνω: χλιαίνω, θερμαίνω ὀλίγον ἢ κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1012D, Πλούτ. 2. 658D.

Greek Monolingual

Α
θερμαίνω βαθμιαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χλιαίνω «θερμαίνω»].