αἱματοδόχος
English (LSJ)
ον, holding blood, Sch.Od.3.444.
Spanish (DGE)
-ον
que recoge la sangre αἱ. ἀγγεῖον glos. a ἀμνίον Sch.Od.3.444.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματοδόχος: -ον, δεχόμενος ἢ περιέχων αἷμα, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Γ. 444.
ον, holding blood, Sch.Od.3.444.
-ον
que recoge la sangre αἱ. ἀγγεῖον glos. a ἀμνίον Sch.Od.3.444.
αἱματοδόχος: -ον, δεχόμενος ἢ περιέχων αἷμα, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Γ. 444.