εἴλιγγος, v. ἰλ-.
v. ἰλιγγιάω.
εἰλιγγιάω: ἰλιγγιάω, σκοτοδινιῶ, Κλήμ. Ἀλ. 183· καὶ εἴλιγγος, = ἴλιγγος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 189.