ἀθέσμιος
English (LSJ)
ον, unlawful, Suid.
Spanish (DGE)
-ον
1 impío ἀρχιερῆες Nonn.Par.Eu.Io.19.6, ἀνδρὸς ἀθέσμιον ὄμμα SEG 48.1848.7 (Apamene VI d.C.), λέκτρον de una unión incestuosa, Nonn.D.25.16, Σατὰν δολομῆτα, ἀθέσμιε Eudoc.Cypr.2.446.
2 ilegal Sud.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθέσμιος: -ον, ἄνομος, παράνομος, Νόνν. μετ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 6.