ἡ, milking, Hdn.Gr.1.310: but ἀμόλγη, ἡ, = ἀμόργη, Gloss.
-ῆς, ἡ ordeño Hdn.Gr.1.310.
ἀμολγή: ἡ, = ἄμελξις, «ἄρμεγμα», Εὐμάθ. σ. 10.