ἀναστήλωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, setting up of a monument, Ptol.Heph. ap. Phot.Bibl.p.147B.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ monumento τοῦ λέοντος Ptol.Chenn.p.21.5.
German (Pape)
[Seite 209] ἡ, das Aufstellen als Denkmal, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστήλωσις: -εως, ἡ, ἀνέγερσις μνημείου ἢ εἰκόνος, Πτολεμ. παρὰ Φωτ. 190· ‒ ἡ ἀναστήλωσις τῶν σεπτῶν εἰκόνων, ἡ μετὰ τὸν διωγμὸν τῶν εἰκονοκλαστῶν γενομένη αὐτῶν ἀναστήλωσις, Ἐκκλ.