ἀπολωφάω
English (LSJ)
Ion. ἀπολωφ-έω, A appease, Hp.Ep.17 (Pass.); δίψαν A.R.4.1418 (tm.). II intr., abate, Procop.Aed.1.1, 5.5:—Subst. ἀπολώφ-ησις, εως, ἡ, lightening, relief, An.Ox.3.188.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. -έω Hp.Ep.17 (p.356)
1 calmar δίψαν A.R.4.1418.
2 en v. med.-pas. calmarse de la locura, Hp.l.c.
•disminuir, aminorarse τὸ τῆς οἰκοδομίας ὑγρόν Procop.Aed.1.1.78, ὁ ποταμός Procop.Aed.5.5.18.
German (Pape)
[Seite 314] ion. ἀπολωφέω, Hippocr., stillen, lindern; in tmesi δίψαν Ap. Rh. 4, 1418.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολωφάω: Ἰων. έω, καταπραΰνω, Ἱππ. 1280· ἐν τέλ. (ἐν τῷ παθ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1418, ἐν τμήσει. ― Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπολώφησις, εως, ἡ, ἐλάφρυνσις, ἀνακούφισις, Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 188.