ἀποστενοχωρέω

Revision as of 16:45, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

English (LSJ)

straiten, cramp, Ath.Mech.40.1, Gal.19.408.

Spanish (DGE)

estrechar, apretar ὥσπερ τῆς ψυχῆς ἡμῶν ἀποστενοχωρούντων τὴν προθυμίαν τῶν μαθημάτων Ath.Mech.40.1
ἀρτηρίας ... ὥσπερ ἀποστενοχωρουμένης Gal.19.408
en v. pas. verse constreñido, acorralado Μωσέα ἀποστενοχωρηθέντα παρὰ τὸ χεῖλος τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης Nil.M.79.441B.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστενοχωρέω: καταστενοχωρῶ, περιορίζω, Ἀθήν. Μηχαν. σ. 11.