ωνος, ὁ, a kind of spear, Hdn.Gr.1.24,2.279.
-ωνος, ὁcierto tipo de lanza Hdn.Gr.1.24, 2.279, Theognost.Can.31.15.
ἀρίγων: -ωνος, ὁ, «εἶδος δόρατος», Θεογνώστου Κανόνες 31, 15, Χοιροβ. τ. 1, σ. 74, 35.