ἀπόχυτος
English (LSJ)
ον, poured out, Hsch. s.v. ἀράμενοι.
Spanish (DGE)
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχῠτος: -ον, (χέω) ὁ ἀποχεόμενος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀράμενοι.
ον, poured out, Hsch. s.v. ἀράμενοι.
ἀπόχῠτος: -ον, (χέω) ὁ ἀποχεόμενος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀράμενοι.