ἁδρόμισθος
English (LSJ)
ον, with large prizes, ἀγῶνες Scymn.353.
Spanish (DGE)
-ον de grandes premios γυμνικόν Scymn.353.
German (Pape)
[Seite 37] großen Lohn fordernd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁδρόμισθος: -ον, ὁ ἀπαιτῶν ἢ λαμβάνων ἁδρόν, μέγαν μισθόν, Σκύμν. 352.