ἄδεικτος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ον
1 no señalado de Dios, Ph.1.197.
2 que no se muestra de Dios, Ph.1.618, φρόνησις Ph.1.417.
3 oculto ἐν πᾶσίν ἐστ' ἄδικτον (sic) ἡ γνώμη καλόν Lyr.Iamb.Adesp. en POxy.966, ἔστω δὲ τὸ μέλι τοσοῦτον, ὡς ἄδεικτον εἶναι τὴν κόπρον dispóngase la miel de tal modo que no resulten visibles las heces en un ungüento Hippiatr.Lugd.151.
German (Pape)
[Seite 32] nicht zu zeigen, unsichtbar, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδεικτος: -ον, (δείκνυμι) ὁ μὴ δειχθεὶς ἢ μὴ δυνάμενος νὰ δειχθῇ, ἄγνωστος, διάφ. γραφὴ ἐν Ψευδο-Φωκυλ. 124· ἐπὶ τῆς θεότητος, Φίλων 1. 197, 618.