ἀπότυπος

Revision as of 17:10, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

English (LSJ)

ον, A moulded, εἰκόνες J.AJ20.9.4. 2 Subst. ἀπότυπος, ὁ, image, Ἁπόλλωνος ἀ. ἀργυροῦς IG11(2).223B17 (Delos, iii B.C.); also as neut., Ἁπόλλωνος ἀπότυπον ἀργυροῦν ἐπίχρυσον ib.203 B83 (ib.).

Spanish (DGE)

-ον
1 repujado φιάλη ID 442B 183, σκύφοι ID 442B.30 (II a.C.).
2 que es copia o reproducción ταῖς τῶν ἀρχαίων ἀποτύποις εἰκόσιν ἐκόσμει I.AI 20.212
subst. ὁ, τὸ ἀ. copia, réplica Ἀπόλλωνος ἀπότυπος ἀργυροῦς IG 11(2).223B.17 (Delos III a.C.), Ἀπόλλωνος ἀπότυπον ἀργυροῦν ἐπίχρυσον IG 11(2).203B83 (Delos III a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότῠπος: -ον, ἀπότυπον ἀναγλύφου ἢ ἀγάλματος, ἐκμαγεῖον, ἀποτύποις εἰκόσιν ἐκόσμει Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 20. 9, 4.