ἐμπάμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (πέπᾱμαι) = ἐπίκληρος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον heredero Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπάμων: -ον, (πέπᾱμαι) ὁ κατέχων, ὁ κληρονόμος, «ἐμπάμονι· πατρούχῳ» Ἡσύχ.
ον, gen. ονος, (πέπᾱμαι) = ἐπίκληρος, Hsch.
-ον heredero Hsch.
ἐμπάμων: -ον, (πέπᾱμαι) ὁ κατέχων, ὁ κληρονόμος, «ἐμπάμονι· πατρούχῳ» Ἡσύχ.