ἐνοικάδιος
English (LSJ)
ον, = ἐνοικίδιος, γαλεοί Aret.CD1.4.
Spanish (DGE)
-ον doméstico γαλεοί Aret.CD 1.4.7, cf. ἐνοικίδιος.
German (Pape)
[Seite 849] = ἐνοικίδιος, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοικάδιος: -ον, = ἐνοικίδιος, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 4.