ἔκζεσμα
English (LSJ)
ατος, τό,=ἔκζεμα, Archig. ap. Gal. 12.468 (pl.), Critoap. eund. 12.485 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. erupción cutánea, eczema, pústula τὸ παλαιὸν σμηκτικώτερον ... πιτύρων, ψωρῶν, ἐκζεσμάτων Dsc.2.81, cf. Crit.Hist. en Gal.12.485, Archig. en Gal.12.468, ἐκζέσματα καὶ παρατρίμματα Gal.12.487, cf. Anon.Med.Acut.Chron.51.2.1; cf. ἔκζεμα.