sleep on, ἄντλῳ ἐνυπνώοντα (Ep.part.) Nic. Th.546.
dormir ἄντλῳ ἐνυπνώοντα Nic.Th.546.
[Seite 860] oder ἐνυπνώω, darin schlafen, ἄντλῳ Nic. Th. 546.
ἐνυπνόω: ὑπνόω ἔν τινι τόπῳ, ἄντλῳ ἐνυπνώων (Ἐπικ. τύπος) Νικ. Θ. 546.