ἀπηθεῖ, Hsch.
λιγδεύει: «ἀπηχεῖ ὅσον ἐπιψαῦσαι τῆς ἐπιφανείας» Ἡσύχ.
λιγδεύει (Α) λίγδος(κατά τον Ησύχ.) «ἀπηθεῖ».